βασταγμός

βασταγμός
και βασταμός, ο [βαστάζω]
1. το να μπορεί κανείς να ανεχθεί ή να υποφέρει κάτι
2. αντοχή, ισχύς
3. συγκράτημα, περιορισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • βασταμός — ο βλ. βασταγμός …   Dictionary of Greek

  • βαστημός — ο βλ. βασταγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”